Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

άτυχο για ποίημα

Το φίδι το κράταγε στην αγκαλιά της
Κι ο άνεμος έκλαιγε μέσα στα μάτια της
Κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε πίσω απ τα χείλη της
Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Το φίδι το σκέπαζε το βράδυ
κι αφού έσβηνε το φως της
σκεπαζόταν και δάκρυζε κάτω απ' την κουβέρτα της
Χύνονταν στο πάτωμα οι σκιές
Και βούρκωνε η θάλασσα



Στο φίδι μίλαγε, μόνο σ' αυτό
Στ' ανείπωτα της φύσης της
ποτέ δεν κέρναγε τις λέξεις που διάλεγε
άπλωνε τις κραυγές στον ήλιο να στεγνώσουν
Στάζαν εκείνες στα κεφάλια του κόσμου
ανάπηρες φωνές ψάχναν τη γη, ψάχναν απάγκιο.

Σε κανένα δε δάνειζε το φίδι της
Κι είχε για φυλαχτό στο βάθος της θάλασσας
Μια μικρή θύελλα ζωγραφισμένη στο χέρι
Κόμπο δεμένη με κατάρες παλιές
φυλαγμένες καλά στης ζωής το φευγιό

Το φίδι όμως ποτέ δεν το νανούρισε
γιατί άμα τραγουδάς τη νύχτα λένε
στις άκρες των δακτύλων
φυτρώνουν κάτι ζίνιες παράξενες
στις φλέβες χύνεται η σκουριά που βγάζουν
και με το καιρό τρελαίνεσαι

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Μην πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά

Νοσταλγώ όλες τις μελωδίες και τα τραγούδια που άκουσα,
με ταξιδεύουν σε παράξενες πατρίδες, με κάνουν να νιωθω ακόμη ζωντανή
Να βλέπω όλα εκείνα που χάθηκαν πίσω μου σαν σκοτεινά και βουρκωμένα γέλια.
Νευρικά γέλια, τα βλέπω και τα νοσταλγώ.
Νοσταλγώ τη μέρα που περπάταγα στο δρόμο κι άκουγα τον ήχο απ' τα φύλλα ενός σιωπηλού χειμώνα. Τις μέρες που ανάβαμε τις φωτιές και χορεύαμε, οι κραυγές μας υψώνωνταν στον ορίζοντα, κι εμείς λαχανιάζαμε και πέφταμε στο χώμα λες και δεν είχαμε που αλλού ν' ακουμπήσουμε.
Νοσταλγώ εκείνο το αγόρι με τα κατάμαυρα μάτια, τα βράδια που αράζαμε και μιλάγαμε ατελείωτα, λέγαμε ιστορίες για λύκους και κάναμε ευχές στ' αστέρια, κι όμως ποτέ δεν τον έκανα δικό μου, ίσως γιατί ήμουν μικρή τότε...
Νοσταλγώ τα παραμύθια που μονολογούσα μόνη μου τα βράδια, κι έμενα σαν χάραζε ακόμα στο κρεβάτι μου χλωμή, νοσταλγώ τους εφιάλτες μου που μου αράδιαζαν μπροστά μου τη λύπη μου, με κορόιδευαν κι όμως εγώ τους νοσταλγώ.
Νοσταλγώ, τους ανθρώπους που μου έδειξαν το φως, μου έμαθαν να αναπνέω, μου έμαθαν να κλαίω και να στέκομαι εκεί, ακόμα κι όταν όλα έχουν φύγει.
Νοσταλγώ τη θαλασσα και τα κοράλια που μάζευα το χάραμα και τα μάτια μου κλώτσαγαν την καρδιά μου, να μην ξημερώσει ποτέ, να μη με δει το φως, να μην ανατείλω.


Μια μέρα θ' ανοίξω τα χέρια, κι όσα έζησα θα φύγουν μέσα απ΄ την αγγαλιά μου σαν μια αποτυχημένη ευχή.
Απέτυχα απ' τα δεκαεφτά μου, σκέφτηκα και άφησα το χρόνο να με πάει εκεί που θέλει. Τα χω χάσει όλα. Κι αυτό που θα ρθει αύριο θα ρθει αργά, πολύ αργά. Μα...
αφού αγάπησα τις μουσικές μου, θα ψιθηρίσω μέσα στ' αυτί σου ένα μικρό μυστηκό, κι είναι στ' αλήθεια αυτό που με κρατάει ακόμα εδώ