Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

αν(άπειρες) λέξεις

Μια μέρα μάζεψα όλες μου τις λέξεις, και τους είπα: "Μεγαλώσατε πια, δεν είστε παιδιά." Ντραπήκαν εκείνες, σιωπήσαν, χλομιάσαν. "πάρτε τη ζωή σας κι αφήστε με, φύγετε" Τότε εκείνες μαζέψαν την ψυχή τους και φύγαν , και τις άκουγα πότε πότε να ουρλιάζουν και να κλαίνε. "Μα μπλεχόνταν στα μαλλιά μου, τι να 'κανα." Τις μάζεψα πίσω. Ξανάρθαν εκείνες, τσακόνωνταν, σπάραζαν, βούιζαν όλη την ώρα. "Πρέπει να τις παντρέψω" σκέφτηκα "Τι θα γίνουν; Πρέπει να τις παντρέψω." Δεν θέλαν όμως ούτε να με κοιτάζουν πια, περήφανες εκεί καθώς στέκονταν και παραπονεμένες, ήθελα να μπορούσα να τις κάνω να σταθούν στα πόδια τους, μια τις στερέωνα, μια πέφταν, είχα απογοητευτεί. Στο κεφάλι μου μέσα, κι έξω στο δρόμο, παντού ουρλιάζαν, "τις κακόμαθα", έλεγα, δεν ανέχονται τίποτα πια μόνο μανιασμένες τρεκλίζουν και πέφτουν πάλι. "Κουράστηκα, δεν σας αντέχω, φύγετε από πάνω μου, δεν το διάλεξα ποτέ να σας γεννήσω, δεν σας θέλω, δεν σας αγαπώ πια. Μεγαλώσατε, πάρτε τη ζωή σας και φύγετε, δεν μου ανήκετε." Κι έσβησε η φωνή τους η γλώσσα τους πάνιασε, σαπίσαν τα φτερά τους. Δεν τις είχα ξαναδεί χειρότερα, τις λυπήθηκα, το μετάνιωσα. "Σπάζω τις λέξεις μου" ψέλλισα "Τις λέξεις Μου" Κι ένας πόνος, ένα σφίξιμο, μια τρομάρα. Τρόμαξα. "Τις λέξεις ΜΟΥ." και τώρα εξαντλημένη καθώς ήμουν, έβγαιναν πια μόνο τα σύμφωνα απ' τη γλώσσα μου "τ-ς-λ-ξ-ς-μ". Τώρα τα μπατζάκια του παντελονιού μου παρέλυσαν, τα σκουλαρίκια μου μεγαλώσαν και δεν μου χωράνε πια, τα μανίκια μου μακρύναν και η ανάσα μου στέρεψε -πάει- τις σκότωσα, τις σκότωσα τις λέξεις μ ο υ. Μείναν να με κοιτάζουν με μάτια ορθάνοικτα, υγρά, πονεμένα, ανήμπορα, μισοσκότεινα, πάει. "Όχι, όχι! Δεν.. δεν το εννούσα αυτό που είπα. Μα τι... τι θα μπορούσα να κάνω χωρίς εσάς! Τι ανόητη που είμαι... Πώς μπόρεσα να σας πληγώσω έτσι.. Ουρλιάξτε, να. Ουρλιάξτε όσο εσείς θέλετε, εδώ μπροστά μου. Σας πρόδωσα ε; Σας πόνεσα; Ας μην παντρευτείτε, ας μην ζήσετε δικιά σας ζωή, αφού μου ανήκετε, είστε ολοκληρωτικά παραδομένες σ' εμένα, μείνετε εδώ, αγαπημένες. Μείνετε εδώ, καρφωθείτε στα πόδια μου και κλάψτε υπερήφανα. Τσαλακωθείτε στους τυφώνες σας, κλάψτε στο χάος σας, ουρλιάξτε στο άπειρο. Όσο εσείς θέλετε. Μα πώς; Πώς θα μπορούσα ποτέ..
να σας αρνηθώ; ! "

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Με το ένα πόδι κάτω απ’ τη γη, και τ’ άλλο ελαφρώς σηκωμένο δυο πόντους πάνω από τη γη


Κάποτε οι άνθρωποι πρέπει να σταματήσουν να μετράν τις λέξεις και ν’ αρχίσουν ν’ αφουγκράζονται τους ήχους.
Κι όταν ο άνθρωπος θ' αρχίσει να περπατάει πάνω στον άνθρωπο, θα του απαλύνει τις πληγές και θα του ψηλαφίσει τα μάτια, θα 'ναι η ώρα των λύκων, κι ίσως η πιο σκοτεινή γραμμή του ορίζοντα.
Γι' αυτό χάνομαι στα τρίσβαθα και κάνω σκέψεις για τ' απάνεμα της γης...
Σκέψεις για την τρέλα μας που χάθηκε πρόωρα.
Σκέψεις για τα κρίματα που δεν προλάβανε να πέσουν απ' τον ήλιο στη ώρα τους.
Οι λέξεις κοχλάζαν μέσα μου -αν και ανάπηρες- κι αν δε σκαρφάλωναν πεισματωμένες μέχρι να φτάσουν στα χέρια μου, δεν θα τις λύτρωνα.
Μα φταίει το περπάτημα στο δρόμο που με κάνει κι αφουγκράζομαι.
Είναι παράξενες οι ωχρές φωνές των περαστικών
Είδα έναν άντρα να σιγομουρμουρίζει με κλεισμένα μάτια.
Πέρασε από μπροστά μου. Μου 'δειξε το δρόμο.
Μόνο ένας δρόμος υπάρχει να ζει κανείς:
με το ένα πόδι κάτω απ’ τη γη, και τα’ άλλο ελαφρώς σηκωμένο ίσα ίσα δυο πόντους πάνω από τη γη.
Ίσα που να νιώθει το χώμα, και τίποτ' άλλο.

Η φορεσιά


Άνοιξε την ντουλάπα της
κι αντίκυσε έναν κόσμο αλλιώτικο

είδε μια φωτιά πελώρια
που σαν να τσουρούφλιζε ό,τι άφησε ο αιώνας χαλασμένο
έναν κόσμο αλλιώτικο αντίκρυσε
που οι άνθρωποι δεν πεθαίναν σιωπηλοί και μίζεροι
πεθαίναν ευτυχισμένοι
οι άνθρωποι δεν πλαγιάζαν στους τάφους τους,
αλλά πηγαίναν στη γιορτή
καίγονταν απ' τη μέση και πάνω
και τα πόδια τους δεν έλεγαν να ησυχάσουν
έκαναν κύκλους συνέχεια πάνω απ' τις φλόγες
και μύριζαν δροσιά μυστική, στ' αθάνατα μάτια
κρύβαν το χρόνο και μιλάγαν με νότες
είδε έναν κόσμο αλλιώτικο
που κανείς δεν μπόρεσε να δει ως τότε
κανείς δεν ένιωσε ποτέ αυτή τη δροσιά ως το κόκκαλο
να μαστίζει το νου και το σώμα
είδε στ' αλήθεια αυτό τον κόσμο
που οι άνθρωποι πεθέναν παντού
αφήναν μια γεύση ζεστή σαν φτερούγισμα
και σκορπίζαν σαν άνεμοι
δε λυπούνταν για τη ζωή που έφυγε
μα καλοδέχονταν το θάνατο
με τελετές και τρίαινες.

Κι έκλεισε τη ντουλάπα της
-Είχε βρει πια αυτό που έψαχνε-
χαμογέλασε στον εαυτό της
κι έπεσε στο κρεβάτι της
και κοιμήθηκε.
Για πάντα




Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Υπερωκεάνιο

Περπατάω στο δρόμο και σιγοτραγουδάω για να δω άμα μπορώ ακόμα να τραγουδήσω ή άμα έχασα πια τη φωνή μου.
Γιατί κάθε μέρα ξυπνάω μ’ αυτό το φόβο, μήπως έχει σβήσει, καιρό τώρα.
Περπατάω στο δρόμο και κοιτάω άμα έχω ακόμα τα μαλλιά μου στη θέση τους ή άμα φύγανε, άμα τα παραπλάνησε ο άνεμος και μπερδευτήκανε σε καμιά θύελλα.
Ανεβαίνω στο λεωφορείο και φοβάμαι μήπως πέσει η ψυχή μου στο πάτωμα, και χαθεί για πάντα, κι εγώ θα μείνω εκεί ανήμπορη και μισοτρελαμένη να κοιτάζω την πόρτα που έκλεισε αμείλικτη.
Κάποια μέρα θα σπάσουν τα χέρια μου, κι ούτε να γράψω δε θα μπορέσω ποτέ ξανά, γι’ αυτό κάθε φορά ορκίζομαι να γράφω σαν να ‘ταν η τελευταία.

Στέκομαι στον άδειο δρόμο κι ακούω τη ζωή να ουρλιάζει μέσα μου, να με παρακαλάει να μην την προδώσω. Κι ανατριχιάζω.

'Να ζεις ανατριχιάζοντας', είχα πει στον εαυτό μου, με κάθε θρόισμα, με κάθε λέξη, με κάθε χάραμα. 'Έτσι ζει όποιος τα χει χάσει όλα'.

Μια μέρα θα ξυπνήσω με παγωμένα πόδια πάνω σ’ ένα υπερωκεάνιο.
Το ξέρω, είναι το μόνο που μου απομένει πια: να ξυπνήσω πάνω σ’ ένα υπερωκεάνιο.
Θα χαμογελάσω στα θυμωμένα κύματα, κι οι χείμαρροι θα στέκουν να κοιτάνε, σαν λυπημένοι θεατές.
Αυτός που δεν έχει τίποτα, δεν νιώθει ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος. Μόνο μια μέθη αλλόκοτη κι ένα παραμίλημα σαν τραγούδι, σαν ιαχή.

Από ένα σακούλι θα βγάλω τον πόνο, το λυτρωμό, τις λέξεις, τις προσευχές και τους ήχους, που μου μουρμουράγαν τελευταία ζητώντας ελευθερία, και θα τα ρίξω στο βυθό για πάντα.
Ό,τι πιο πολύτιμο μου είχε απομείνει πριν το τέλος.

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

άτυχο για ποίημα

Το φίδι το κράταγε στην αγκαλιά της
Κι ο άνεμος έκλαιγε μέσα στα μάτια της
Κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε πίσω απ τα χείλη της
Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Το φίδι το σκέπαζε το βράδυ
κι αφού έσβηνε το φως της
σκεπαζόταν και δάκρυζε κάτω απ' την κουβέρτα της
Χύνονταν στο πάτωμα οι σκιές
Και βούρκωνε η θάλασσα



Στο φίδι μίλαγε, μόνο σ' αυτό
Στ' ανείπωτα της φύσης της
ποτέ δεν κέρναγε τις λέξεις που διάλεγε
άπλωνε τις κραυγές στον ήλιο να στεγνώσουν
Στάζαν εκείνες στα κεφάλια του κόσμου
ανάπηρες φωνές ψάχναν τη γη, ψάχναν απάγκιο.

Σε κανένα δε δάνειζε το φίδι της
Κι είχε για φυλαχτό στο βάθος της θάλασσας
Μια μικρή θύελλα ζωγραφισμένη στο χέρι
Κόμπο δεμένη με κατάρες παλιές
φυλαγμένες καλά στης ζωής το φευγιό

Το φίδι όμως ποτέ δεν το νανούρισε
γιατί άμα τραγουδάς τη νύχτα λένε
στις άκρες των δακτύλων
φυτρώνουν κάτι ζίνιες παράξενες
στις φλέβες χύνεται η σκουριά που βγάζουν
και με το καιρό τρελαίνεσαι

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Μην πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά

Νοσταλγώ όλες τις μελωδίες και τα τραγούδια που άκουσα,
με ταξιδεύουν σε παράξενες πατρίδες, με κάνουν να νιωθω ακόμη ζωντανή
Να βλέπω όλα εκείνα που χάθηκαν πίσω μου σαν σκοτεινά και βουρκωμένα γέλια.
Νευρικά γέλια, τα βλέπω και τα νοσταλγώ.
Νοσταλγώ τη μέρα που περπάταγα στο δρόμο κι άκουγα τον ήχο απ' τα φύλλα ενός σιωπηλού χειμώνα. Τις μέρες που ανάβαμε τις φωτιές και χορεύαμε, οι κραυγές μας υψώνωνταν στον ορίζοντα, κι εμείς λαχανιάζαμε και πέφταμε στο χώμα λες και δεν είχαμε που αλλού ν' ακουμπήσουμε.
Νοσταλγώ εκείνο το αγόρι με τα κατάμαυρα μάτια, τα βράδια που αράζαμε και μιλάγαμε ατελείωτα, λέγαμε ιστορίες για λύκους και κάναμε ευχές στ' αστέρια, κι όμως ποτέ δεν τον έκανα δικό μου, ίσως γιατί ήμουν μικρή τότε...
Νοσταλγώ τα παραμύθια που μονολογούσα μόνη μου τα βράδια, κι έμενα σαν χάραζε ακόμα στο κρεβάτι μου χλωμή, νοσταλγώ τους εφιάλτες μου που μου αράδιαζαν μπροστά μου τη λύπη μου, με κορόιδευαν κι όμως εγώ τους νοσταλγώ.
Νοσταλγώ, τους ανθρώπους που μου έδειξαν το φως, μου έμαθαν να αναπνέω, μου έμαθαν να κλαίω και να στέκομαι εκεί, ακόμα κι όταν όλα έχουν φύγει.
Νοσταλγώ τη θαλασσα και τα κοράλια που μάζευα το χάραμα και τα μάτια μου κλώτσαγαν την καρδιά μου, να μην ξημερώσει ποτέ, να μη με δει το φως, να μην ανατείλω.


Μια μέρα θ' ανοίξω τα χέρια, κι όσα έζησα θα φύγουν μέσα απ΄ την αγγαλιά μου σαν μια αποτυχημένη ευχή.
Απέτυχα απ' τα δεκαεφτά μου, σκέφτηκα και άφησα το χρόνο να με πάει εκεί που θέλει. Τα χω χάσει όλα. Κι αυτό που θα ρθει αύριο θα ρθει αργά, πολύ αργά. Μα...
αφού αγάπησα τις μουσικές μου, θα ψιθηρίσω μέσα στ' αυτί σου ένα μικρό μυστηκό, κι είναι στ' αλήθεια αυτό που με κρατάει ακόμα εδώ

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Μετά απ' τη βροχή


Μετά απ' τη βροχή, τα μάτια μας θα ταξιδέψουνε σ' άλλες χαραυγές
Θα νιώσουνε τις θύελλες ν' ανθίζουν στις νιότης μας τα πέλματα

Μετά απ' την βροχή, τα χέρια μας θα αγγίξουν τον ωκεανό
Στις λύπες μας θα πέφτουνε τα δέντρα και θα διαστέλλονται τα σύννεφα

Μετά απ' τη βροχή, θα βρούμε τα πόδια μας να καλπάζουν πάνω απ' το σούρουπο
και το κεφάλι μας μπογιατισμένο σαν καράβι - ποιός ξέρει από πού

Μετά απ' τη βροχή, στ' αφτιά μας θα χώσουμε το χρόνο και με τα δάχτυλα
θα ψιλαφούμε τη γη μέχρι να την ξεριζώσουμε και να την κρύψουμε στα σωθηκά μας μέσα

Μετά απ' τη βροχή, στ' αλήθεια η πιο όμορφη ώρα,
στο μεταίχμιο του ερέβους και του φωτός,
θα ψάχνω στα τετράδια μου και στα βιβλία το λόγο της ύπαρξής μου μα θα μένω εκεί απαρηγόρητη, μέχρι το φως να χυμίξει μέσα στο υγρό μου δωμάτιο...

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

τότε θα 'ρθουν πάλι ξαφνικά...

Όλοι αυτοί οι ήχοι που έχασαν τη στάση τους στο μετρό
Και κατέβηκαν στα έγκατα της γης

Εκείνη η γυναίκα γέννησε στ' απόκρημνα βράχια
και σαν να μην είχε ζωή μετά κάπου αλλού
έπεσε στο νερό τραγουδώντας

Κάποτε βρήκαν ένα όμορφο αγόρι
και το κράτησαν σαν μια σταγόνα φωτός
Ενω δεν ήξεραν...

Η πιο ακέραια σιωπή ήρθε μετά την πρώτη διείσδυση
Παρατεταμένη σιωπή όταν το κορίτσι ιδρωμένο
Τον χάιδεψε για να μη φοβάται

Έμαθε να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
Το κλάμα του μύριζε θάλασσα
Τα χέρια του θύμιζαν βράχια

Έιναι ακόμα νωρίς, λέει ο χρόνος
Δες, αυτός ο μελαχρινός άντρας κοιτάζει κάτω
Τον πήρε ο άνεμος



Τον πήρε ο άνεμος, είπαν
Χάθηκε ψάχνοντας ένα τραγούδι
Φωνάζαν στ αφτιά του εκείνοι οι καταραμένοι ήχοι

Όταν θα πάω πάλι στο συρμό
μια ιστορία θα μου τρυπήσει το σώμα
και τότε είναι που θα 'ρθουν πάλι...

ξαφνικά
όπως η ζωή.

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Μωβ συνήθειες

Αναπνέω βαθιά χίλιες δυο φορές. Θα φάμε πολύ ξύλο σήμερα. Αναπνέω απελπιστικά βαθιά χίλιες δυο φορές πάλι. Σαν λυγμός με δυο χέρια, ψιθυρίζει στο αφτί μου το χιλιοδαγκωμένο απ’ το χρόνο. Τα χέρια μου μισοτρελάθηκαν, δεν ξέρουν να φιλούν, δεν έχουν αγαπήσει ποτέ τους. Άγγιξαν το φως μόνο μια φορά κι αμέσως έτρεξαν να κρυφτούν στην αγκαλιά της μαμάς μοναξιάς με το μωβ ταγιεράκι. Δεν έχω φίλους, ποτέ δεν είχα. Πάω στον ήλιο να στεγνώσω δυο λεπτά.

Ήρθα. Μυρίζουν οι πατάτες με το κοτόπουλο. Θα είμαι πιο διακριτική άλλη φορά. Θα περπατάω με τα χέρια και θα μιλάω με τα μάτια. Θα αναπνέω μονο αν μου ζητηθεί, θα χορεύω σιωπηλά κι αν λαχανιάζω θα εισπνέω μικρές κηλίδες αέρα και αργά αργά θα ξεγελώ το αναπνευστικό μου σύστημα καθώς θα τις καταπίνω μια μια σαν στάλες ντροπής και θα το κάνω μπροστά σου. Και ιδιαίτερα μετά από το μπάνιο, τη στιγμή που ξέρω ότι πρόκειται να φάμε μαζί.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Αυτοάμυνα


Ναυαγός στο φτερό της μύγας
Φίλος των δρόμων
Όταν το σώμα μου ήρεμα κυλάει στη γωνία
Βλέπω το μαύρο καταπέλτη
Προχωράει αργά εκείνος, νωχελικά
Τα πελώρια χέρια του έγιναν
Αδιάκοπες μηχανές στο ρεύμα του ιππότη
της αβύσσου
Στη γωνία μένω σκυφτός, οι ώμοι μου αγγίζουν τον κρύο τοίχο
Ο μαύρος καταπέλτης ρουφάει τις σκέψεις μου
Τι είμαι τώρα;
Mια πεθαμένη ακτίδα φωτός;
Παραλύω. Κι αναλύομαι σε χίλια αποσιωπητικά
Αποτελούμαι από τελείες και βλέπω τους καταπέλτες
Εισέβαλαν εκείνοι
Με το όνομα «Εγώ». Με μάτια που έγραφαν « Εγώ»
Και σώπαιναν
Και καίγονταν
Μύριζε η οθόνη αποκαΐδια
Ζάρωσε το πρόσωπο κι έφυγε απ’ το χάρτη
'Πλησιάζει', σκέφτομαι.
Κι είναι για μένα
Ο Κόσμος

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Υστερόγραφο

Έχω μάθει ν’ ακούω τη Βουή
Κάτω απ’ την άμμο και πίσω απ’ τα Σίδερα
Τη βουή μέσα στους Ανθρώπους

Τρίζει ο κόσμος κούφιος και Άθλιος
Μα εγώ ακούω την ομορφιά να Σωπαίνει
Και αφουγκράζομαι τη σκόνη που αφήνει η Βροχή

Τα χέρια μου αγγίζουν το Άπειρο
Και την ώχρα μέσα απ’ τις σαπισμένες Μελωδίες
Πέσαν όλα τ΄ αστέρια τον Αύγουστο

Έμεινα μόνος στη χώρα του Τίποτα
Να φυσάω μανιασμένα τη μύτη Μου
Απ’ τ’ αυτιά μου ξεχείλιζαν Δάκρυα

Μ’ αρέσουν οι ήχοι που κάνουν τα πόδια Τους
Όταν ρυπαίνουν τις λέξεις στη γλώσσα Μου
Σ΄ αυτόν τον τόπο εγώ Κρατάω

Μόνο τη Βουή πέρα απ’ τα όρια

Και θα συνεχίσω να υπάρχω
μέχρι το Τέλος.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

δεκαεφτά χιλιάδες φορές να σ' είχα πίσω.


και μετά ήρθες εσύ κι έγιναν όλα τόσο γρήγορα, χωρίς να ντρέπεσαι χωρίς να φεύγω.
Νόμιζα δύσκολη τη μέρα της γιορτής της άνοιξης...

Μα ο φλεγόμενος χειμώνας γεμάτος με δώρα, τα χέρια μου, η σκέψη σου, το πρόσωπο δεν έχουν θάνατο. Κι έφυγες όπως φεύγουν τα σμήνη, τα χρώματα, οι ήχοι. οι άνθρωποι.
Σοβαροί κι όμορφοι μέσα στον ήλιο.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

θυληπρεπές δυσανάγωστο

Νομίζω σ' ερωτεύομαι, καλοκαιρινή θλίψη
νιώθω στο πετσί σου πια
όλες τις αναμνήσεις που ξέχασα μέσα μου
από την πρωινή γιορτή
ως το λύκαυγες μιας σκοτεινιασμένης θύλης.
Ζω για τη φωτιά σου.
Ωχ! Μόλις κατάπια και τη νοσταλγία σου!
Κι εκεί που οι αριθμοί σαρκάζουν τη διάνοια
μόλις που σε ψιλάφησα πρώτη φορά.
Μυρίζω σ' εσένα το σάλιο της θάλασσας
και γλείφω τη βλέννα του μυαλού σου.
Είναι αυτό που ήθελα να γευτώ πραγματικά.
Ζω για τη φωτιά σου.
Τα όμορφα όνειρα
που δεν έχουν αιτία
φεύγουν και νομίζουν πως είναι πυροσβέστες.
μα Εγώ,
αφού πνίγηκα στον ήλιο του τέλους,
αγάπησα τους ανθρώπους της ζωής.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

μπούμερανγκ

το φως κάηκε.
ο θάνατος πέθανε.
η σιωπή έπαψε.

Κι εγώ μόνη στην άκρη των λέξεων διαγράφω
τα σημεία στίξης
σβηνω τους τονους απ τις λεξεις
Τις απογυμνώνω
ετσι μονο θα τους δειξω τι παει να πει μπουμερανγκ

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

for sail

Μια κυριακή το μεσημέρι
Στο χείμαρο μιας ασπόνδυλης βδομάδας
άκουσα τη θάλασσα να κλαίει, για πρώτη φορά.


Βρισκόμουν εκεί,
όπου η δική μου η άνωση γίνεται ένα θλιμένο σάλεμα
και σπαραχτικά ηδονίζεται.

Άπορος άπειρος και ανάπηρος
απ' τα σχοινιά μιας λέξης κρεμασμένος
θέλω να δω
μήπως το κορμί μου πάλεται σε χίλιες αιωνιώτητες θανάτου.


Βυθισμένος σε κάποιον άρρωστο φόβο
ρώτησα
"το ταξίδι, θα 'χει τέλος;;"

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

αν γινόταν
θα μάζευα όλη τη θλίψη του κόσμου
και θα την άφηνα μες το σώμα μου
να κουρνιάσει σιωπηλή.
χωρίς να καίει κανέναν.

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

και το τίποτα το άπειρο

Το άπειρο αγαπά το χάος. Το χάος αγαπά την άβυσσο. Εκείνη αγαπά τον κόσμο.

Ο κόσμος αγαπάει το τίποτα. Και το τίποτα το άπειρο.

Η μουσική γέννησε τον αριθμό. Κι η ζωή γέννησε τη λέξη.

Και κάπως έτσι η λέξη αγάπησε τον αριθμό, κι αυτός εκείνη..

Είμαι ακόμα εδώ και σε κοιτάζω.

Και περιμένω μια απάντηση...

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Οι άνθρωποι που καίγονται

Οι άνθρωποι που καίγονται
στις σάρκες κάποιας μονοήμερης εκδρομής
κατοικούν
στους σπαραγμούς των πιο θλιβερών λύκων
του χειμώνα είναι γιοι
σκορπίζουν το σώμα τους στην πιο βουβή βροχή
και το θρυμματίζουν πλάι στον ωκεανό.

Οι άνθρωποι που καίγονται
ζουν νυχοπατώντας στα σκοτάδια κάποιας ξεχασμένης ποίησης
και θα τους βρεις,
στον υπόγειο οργασμό του τελευταίου τρόλεϊ
- μη γελαστείς, δεν είναι σκιές-
αλλά αποθήκες για τις λέξεις που έπεσαν στα χέρια μου.

Οι άνθρωποι που καίγονται
δεν έχουν φωνή.
Κι όμως
κραυγάζουν στη σιωπή.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Απαλοιφή παρανομαστών

Χθες
Έσταξα λίγη σιωπή μες τα ωάρια μου
Κι απομακρύνθηκα αμέσως.
Χαμογέλασα στο δέντρο που στεκόταν ώρα μπροστά μου με υπομονή
Το ευχαρίστησα ευγενικά
Κι ύστερα χάθηκα μέσα στον τσαλακωμένο δρόμο
Που ζωγράφισα πριν λίγο καιρό
Στο παγκάκι που είχε φορέσει πια μάλλινη θλίψη
Γιατί έκανε κρύο.